πέμφιξ

πέμφιξ
πέμφιξ, ῑγος, ,
A breath, blast, ἀπῇξε πέμφιξ Ἰονίου πέλας πόρου prob. in S. Fr. 337;

κεραυνία π. βροντῆς Id.Fr. 538

; δυσχείμερος π. A.Fr. 195.4.
2 ray,

τηλέσκοπον πέμφιγα χρυσέαν ἰδών S.Fr.338

; ἂς οὔτε π. ἡλίου προσδέρκεται οὔτε κτλ. A.Fr.170.
3 drop, Id.Fr.205;

μηδ' αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς Id.Fr. 183

.
4 cloud, πέμφιγι . . ἀγγέλῳ πυρός cloud, harbinger of lightning, S.Fr.539 ; driving rain or rain-cloud, Ibyc.17; πελιδναὶ φλύκταιναι πέμφιξιν ἐειδόμεναι ὑετοῖο, . . ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν livid pustules like rain clouds (in colour) . . dim to the sight, Nic.Th.273 (but = bubbles acc. to Sch.); dub. sens. in Call.Fr.483 (prob. = Oxy.2080.43).
5 ghost, Lyc.1106, and so prob. in Euph.134.
6 pustule or part surrounding a pustule, ἐφίσταται π. οἷον ἐλαίου χλωρῆς ὥσπερ ἀράχνιον Euryphon ap. Gal.17 (1).886.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πέμφιξ — breath fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξ — (Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε… …   Dictionary of Greek

  • πεμφίγων — πέμφιξ breath fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — πέμφιξ breath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγας — πέμφιξ breath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγες — πέμφιξ breath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγι — πέμφιξ breath fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγος — πέμφιξ breath fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξι — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξιν — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”